- τετράσωμος
- τετρά-σωμος, ον,A suitable for holding four bodies,
οἶκος MAMA1.235
(Laodicea Combusta).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶκος MAMA1.235
(Laodicea Combusta).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράσωμος — ον, Α αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερα σώματα («τετράσωμος οἶκος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σωμος (< σῶμα), πρβλ. τρί σωμος] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετρασωμία — (I) ἡ, ΜΑ [τετράσωμος] κράμα από τέσσερα μέταλλα («ὦ σύλληψις τετρασωμίας», Ολυμπ.). (II) η, Ν βιολ. περίπτωση ανευπλοειδίας, δηλαδή ανώμαλης γενετικής κατάστασης, κατά την οποία οι πυρήνες τών κυττάρων τού οργανισμού περιέχουν τέσσερα… … Dictionary of Greek